τουρκόσπορος

τουρκόσπορος
ο, Ν
(ως υβριστ. χαρακτηρισμός) αυτός που έχει πατέρα Τούρκο και μητέρα χριστιανή, νόθο παιδί Τούρκου και χριστιανής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < Τούρκος + σπόρος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • τουρκόπιασμα — το, Ν τουρκόσπορος. [ΕΤΥΜΟΛ. < Τούρκος + πιάσμα (< πιάνω)] …   Dictionary of Greek

  • τουρκόσπερμα — το, Ν τουρκόσπορος. [ΕΤΥΜΟΛ. < Τούρκος + σπέρμα] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”